- τρυφεροδίαιτος
- τρῠφερο-δίαιτος [pron. full] [δῐ], ον, = foreg., Cat.Cod.Astr.8(4).175.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυφεροδίαιτος — ον, Α τρυφερόβιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] … Dictionary of Greek
τρυφεροδιαίτους — τρυφεροδίαιτος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)